σαλπιγκτής

Count: 5

NOM.SG MASC σαλπιγκτής NOUN a trumpeter

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Forms With Same Analysis

σαλπικτής NOM.SG MASC σαλπιγκτής NOUN 2
σαλπικτὴς NOM.SG MASC σαλπιγκτής NOUN 4
σαλπιγκτὴς NOM.SG MASC σαλπιγκτής NOUN 9