κυβερνήτης

Count: 206

NOM.SG MASC κυβερνήτης NOUN a steersman, helmsman, pilot

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Forms With Same Analysis

κυβερνάτας NOM.SG MASC κυβερνήτης NOUN 1
κυβερνήτας NOM.SG MASC κυβερνήτης NOUN 1
κυβερνατὴρ NOM.SG MASC κυβερνήτης NOUN 1