κλιβανίτης

Count: 2

NOM.SG MASC κριβανίτης NOUN baked in a pan

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Forms With Same Analysis

κριβανίτας NOM.SG MASC κριβανίτης NOUN 1
κριβανίτης NOM.SG MASC κριβανίτης NOUN 1