κασσίτερος

Count: 14

NOM.SG MASC κασσίτερος NOUN tin

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Forms With Same Analysis

κασσίτερός NOM.SG MASC κασσίτερος NOUN 1
καττίτερος NOM.SG MASC κασσίτερος NOUN 13