κυβερνατὴρ

Count: 1

NOM.SG MASC κυβερνήτης NOUN a steersman, helmsman, pilot

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Forms With Same Analysis

κυβερνάτας NOM.SG MASC κυβερνήτης NOUN 1
κυβερνήτας NOM.SG MASC κυβερνήτης NOUN 1
κυβερνήτης NOM.SG MASC κυβερνήτης NOUN 206