κριβανίτης

Count: 1

NOM.SG MASC κριβανίτης NOUN baked in a pan

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Forms With Same Analysis

κριβανίτας NOM.SG MASC κριβανίτης NOUN 1
κλιβανίτης NOM.SG MASC κριβανίτης NOUN 2