κασσίτερός

Count: 1

NOM.SG MASC κασσίτερος NOUN tin

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Forms With Same Analysis

καττίτερος NOM.SG MASC κασσίτερος NOUN 13
κασσίτερος NOM.SG MASC κασσίτερος NOUN 14