ἀγριέλαιος

Count: 4

NOM.SG FEM ἀγριέλαιος NOUN of a wild olive

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

ἀγριέλαιος NOM.SG FEM ἀγριέλαιος ADJ 1
ἀγριέλαιος NOM.SG MASC ἀγριέλαιος ADJ 1