σαλπιγκταί

Count: 3

NOM.PL MASC σαλπιγκτής NOUN a trumpeter

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Forms With Same Analysis

σαλπικταί NOM.PL MASC σαλπιγκτής NOUN 1
σαλπικταὶ NOM.PL MASC σαλπιγκτής NOUN 8
σαλπιγκταὶ NOM.PL MASC σαλπιγκτής NOUN 9