στεφάνοισί

Count: 2

DAT.PL MASC στέφανος NOUN Stephanus
wreath, crown

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Forms With Same Analysis

στεφάνους DAT.PL MASC στέφανος NOUN 1
στεφάνοις DAT.PL MASC στέφανος NOUN 108
στεφάνοισι DAT.PL MASC στέφανος NOUN 11
στεφάνοισιν DAT.PL MASC στέφανος NOUN 7