θεραπείαις

Count: 66

DAT.PL FEM θεραπεία NOUN a waiting on, service

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Forms With Same Analysis

θεραπηΐαις DAT.PL FEM θεραπεία NOUN 1
θεραπείῃσι DAT.PL FEM θεραπεία NOUN 2
θεραπείῃσιν DAT.PL FEM θεραπεία NOUN 2
θεραπείαισιν DAT.PL FEM θεραπεία NOUN 1