θεραπείῃσι

Count: 2

DAT.PL FEM θεραπεία NOUN a waiting on, service

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Forms With Same Analysis

θεραπηΐαις DAT.PL FEM θεραπεία NOUN 1
θεραπείαις DAT.PL FEM θεραπεία NOUN 66
θεραπείῃσιν DAT.PL FEM θεραπεία NOUN 2
θεραπείαισιν DAT.PL FEM θεραπεία NOUN 1