θεραπηΐαις

Count: 1

DAT.PL FEM θεραπεία NOUN a waiting on, service

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Forms With Same Analysis

θεραπείῃσι DAT.PL FEM θεραπεία NOUN 2
θεραπείαις DAT.PL FEM θεραπεία NOUN 66
θεραπείῃσιν DAT.PL FEM θεραπεία NOUN 2
θεραπείαισιν DAT.PL FEM θεραπεία NOUN 1