συκόμορον

Count: 1

NOM.SG NEUT συκόμορον NOUN the fruit of the συκόμορος

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

συκόμορον ACC.SG FEM συκόμορος NOUN 1
συκόμορον ACC.SG NEUT συκόμορον NOUN 1