διαφράγμα

Count: 1

ACC.SG NEUT διάφραγμα NOUN a partition-wall, barrier

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Forms With Same Analysis

διάφραγμα ACC.SG NEUT διάφραγμα NOUN 113
διάφραγμά ACC.SG NEUT διάφραγμα NOUN 2
διάέφραγμα ACC.SG NEUT διάφραγμα NOUN 1