σαλπικτής

Count: 2

NOM.SG MASC σαλπιγκτής NOUN a trumpeter

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Forms With Same Analysis

σαλπικτὴς NOM.SG MASC σαλπιγκτής NOUN 4
σαλπιγκτής NOM.SG MASC σαλπιγκτής NOUN 5
σαλπιγκτὴς NOM.SG MASC σαλπιγκτής NOUN 9