σύμβουλος

Count: 93

NOM.SG MASC σύμβουλος NOUN an adviser, counsellor

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Forms With Same Analysis

ξύμβουλος NOM.SG MASC σύμβουλος NOUN 16
σύμβουλός NOM.SG MASC σύμβουλος NOUN 9