σύμβουλός

Count: 9

NOM.SG MASC σύμβουλος NOUN an adviser, counsellor

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Forms With Same Analysis

ξύμβουλος NOM.SG MASC σύμβουλος NOUN 16
σύμβουλος NOM.SG MASC σύμβουλος NOUN 93