λευκόχρως

Count: 5

NOM.SG MASC λευκόχρως NOUN white-skinned

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

λευκόχρως INDECL λευκόχρους ADV 1
λευκόχρως NOM.SG FEM λευκόχρως NOUN 2