κατήγορος

Count: 38

NOM.SG MASC κατήγορος NOUN an accuser

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

κατήγορος NOM.SG FEM κατήγορος ADJ 5
κατήγορος NOM.SG MASC κατήγορος ADJ 85

Other Forms With Same Analysis

κατήγωρ NOM.SG MASC κατήγορος NOUN 1
κατήγορός NOM.SG MASC κατήγορος NOUN 1