ξύμβουλος

Count: 16

NOM.SG MASC σύμβουλος NOUN an adviser, counsellor

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

ξύμβουλος NOM.SG FEM σύμβουλος NOUN 3

Other Forms With Same Analysis

σύμβουλός NOM.SG MASC σύμβουλος NOUN 9
σύμβουλος NOM.SG MASC σύμβουλος NOUN 93