κατήγορός

Count: 1

NOM.SG MASC κατήγορος NOUN an accuser

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

κατήγορός NOM.SG FEM κατήγορος ADJ 1
κατήγορός NOM.SG MASC κατήγορος ADJ 1

Other Forms With Same Analysis

κατήγωρ NOM.SG MASC κατήγορος NOUN 1
κατήγορος NOM.SG MASC κατήγορος NOUN 38