συγκομιδή

Count: 1

NOM.SG FEM συγκομιδή NOUN a gathering in

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Forms With Same Analysis

ξυγκομιδὴ NOM.SG FEM συγκομιδή NOUN 1
συγκομιδὴ NOM.SG FEM συγκομιδή NOUN 2