μεσαμβρίῃ

Count: 2

DAT.SG FEM μεσημβρία NOUN mid-day, noon; south

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Forms With Same Analysis

μεσημβρίῃ DAT.SG FEM μεσημβρία NOUN 1
μεσημβρίᾳ DAT.SG FEM μεσημβρία NOUN 35