σαλπικταὶ

Count: 8

NOM.PL MASC σαλπιγκτής NOUN a trumpeter

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Forms With Same Analysis

σαλπικταί NOM.PL MASC σαλπιγκτής NOUN 1
σαλπιγκταί NOM.PL MASC σαλπιγκτής NOUN 3
σαλπιγκταὶ NOM.PL MASC σαλπιγκτής NOUN 9