κατήγοροι

Count: 2

NOM.PL MASC κατήγορος NOUN an accuser

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

κατήγοροι NOM.PL MASC κατήγορος ADJ 59
κατήγοροι VOC.PL MASC κατήγορος ADJ 1

Other Forms With Same Analysis

κατήγοροί NOM.PL MASC κατήγορος NOUN 2