καθαρμοῖς

Count: 15

DAT.PL MASC καθαρμός NOUN a cleansing, purification

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Forms With Same Analysis

καθαρμοῖσι DAT.PL MASC καθαρμός NOUN 1
καθαρμοῖσί DAT.PL MASC καθαρμός NOUN 2
καθαρμοῖσιν DAT.PL MASC καθαρμός NOUN 3