στεφάνους

Count: 1

DAT.PL MASC στέφανος NOUN Stephanus
wreath, crown

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

στεφάνους ACC.PL MASC στέφανος NOUN 274

Other Forms With Same Analysis

στεφάνοις DAT.PL MASC στέφανος NOUN 108
στεφάνοισι DAT.PL MASC στέφανος NOUN 11
στεφάνοισί DAT.PL MASC στέφανος NOUN 2
στεφάνοισιν DAT.PL MASC στέφανος NOUN 7