στεροπῇσι

Count: 7

DAT.PL FEM στεροπή NOUN a flash of lightning

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Forms With Same Analysis

στεροπαῖς DAT.PL FEM στεροπή NOUN 1
στεροπαῖσί DAT.PL FEM στεροπή NOUN 1
στεροπῇσιν DAT.PL FEM στεροπή NOUN 4