παρθενική

Count: 3

NOM.SG FEM παρθενικός ADJ of a παρθένος, an unmarried girl

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

παρθενική VOC.SG FEM παρθενικός ADJ 1
παρθενική VOC.SG FEM παρθενική NOUN 1

Other Forms With Same Analysis

παρθενικὴ NOM.SG FEM παρθενικός ADJ 6