κατήγοροι

Count: 1

VOC.PL MASC κατήγορος ADJ an accuser

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

κατήγοροι NOM.PL MASC κατήγορος ADJ 59
κατήγοροι NOM.PL MASC κατήγορος NOUN 2