ἐκκλησιαστικὸν

Count: 1

INDECL ἐκκλησιαστικός ADV of or for the ἐκκλησία, assembly

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

ἐκκλησιαστικὸν ACC.SG MASC ἐκκλησιαστικός ADJ 30
ἐκκλησιαστικὸν ACC.SG NEUT ἐκκλησιαστικός ADJ 8
ἐκκλησιαστικὸν NOM.SG NEUT ἐκκλησιαστικός ADJ 2

Other Forms With Same Analysis

ἐκκλησιαστικῶς INDECL ἐκκλησιαστικός ADV 8
ἐκκλησιαστικῇ INDECL ἐκκλησιαστικός ADV 1