λινοϲπέρμου

Count: 1

GEN.SG NEUT λινόσπερμος NOUN

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

λινοϲπέρμου GEN.SG MASC λινόσπερμος ADJ 6
λινοϲπέρμου GEN.SG NEUT λινόσπερμος ADJ 3
λινοϲπέρμου GEN.SG FEM λινόσπερμος ADJ 3
λινοϲπέρμου ACC.PL FEM λινόσπερμος ADJ 1