καταφράκτους

Count: 1

ACC.PL MASC κατάφρακτος NOUN shut up, confined

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

καταφράκτους ACC.PL FEM κατάφρακτος ADJ 13
καταφράκτους ACC.PL MASC κατάφρακτος ADJ 12
καταφράκτους ACC.PL FEM κατάφρακτος NOUN 1