κατάπλασμα

Count: 1

ACC.PL NEUT κατάπλασμα NOUN plaster, poultice

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

κατάπλασμα ACC.SG NEUT κατάπλασμα NOUN 43
κατάπλασμα NOM.SG NEUT κατάπλασμα NOUN 29
κατάπλασμα NOM.PL NEUT κατάπλασμα ADJ 3
κατάπλασμα ACC.PL NEUT κατάπλασμα ADJ 2
κατάπλασμα ACC.SG NEUT κατάπλασμα ADJ 1

Other Forms With Same Analysis

καταπλάσματα ACC.PL NEUT κατάπλασμα NOUN 28
καταπλάϲματα ACC.PL NEUT κατάπλασμα NOUN 3
καταπλάσματά ACC.PL NEUT κατάπλασμα NOUN 1
Καταπλάσματα ACC.PL NEUT κατάπλασμα NOUN 1