πλόκαμοι

Count: 1

NOM.PL FEM πλόκαμος NOUN a lock

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

πλόκαμοι NOM.PL MASC πλόκαμος NOUN 12
πλόκαμοι ACC.SG MASC πλόκαμος NOUN 2
πλόκαμοι INDECL πλόκαμος ADV 1
πλόκαμοι PRES ACT 2SG IMP πλόκαμος VERB 1
πλόκαμοι DAT.SG MASC πλόκαμος NOUN 1