συγχωρήσεις

Count: 1

NOM.PL FEM συγχώρησις NOUN agreement, consent

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

συγχωρήσεις FUT ACT 2SG IND συγχώρησις VERB 12
συγχωρήσεις ACC.PL FEM συγχώρησις NOUN 4
συγχωρήσεις PRES ACT 2SG IND συγχώρησις VERB 1