πλεονασμός

Count: 1

NOM.SG NEUT πλεονασμός NOUN superabundance, excess

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

πλεονασμός NOM.SG MASC πλεονασμός NOUN 14
πλεονασμός NOM.SG MASC πλεονασμός ADJ 4
πλεονασμός NOM.SG FEM πλεονασμός ADJ 1
πλεονασμός NOM.SG MASC πλεονασμός NOUN 2

Other Forms With Same Analysis

πλεονασμόν NOM.SG NEUT πλεονασμός NOUN 1
πλεονασμρ NOM.SG NEUT πλεονασμός NOUN 1