λινόσπερμα

Count: 1

NOM.PL NEUT λινόσπερμος ADJ

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

λινόσπερμα ACC.PL NEUT λινόσπερμος NOUN 4
λινόσπερμα ACC.SG NEUT λινόσπερμος NOUN 2
λινόσπερμα NOM.SG NEUT λινόσπερμος NOUN 1