περιβόλων

Count: 1

ACC.SG MASC περίβολος ADJ going round, encircling; (subst.) circuit of walls

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

περιβόλων GEN.PL NEUT περίβολος ADJ 22
περιβόλων GEN.PL MASC περίβολος ADJ 11
περιβόλων GEN.PL FEM περίβολος NOUN 6
περιβόλων GEN.PL NEUT περίβολος NOUN 6
περιβόλων GEN.PL MASC περίβολος NOUN 6
περιβόλων GEN.PL FEM περίβολος ADJ 5
περιβόλων NOM.SG MASC περίβολος ADJ 1

Other Forms With Same Analysis

περίβολον ACC.SG MASC περίβολος ADJ 3
περιβόλον ACC.SG MASC περίβολος ADJ 1