δισύλλαβον

Count: 1

NOM.SG MASC δισύλλαβος NOUN of two syllables

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

δισύλλαβον ACC.SG MASC δισύλλαβος NOUN 19
δισύλλαβον NOM.SG NEUT δισύλλαβος ADJ 17
δισύλλαβον NOM.SG NEUT δισύλλαβος NOUN 14
δισύλλαβον ACC.SG MASC δισύλλαβος ADJ 3
δισύλλαβον ACC.SG NEUT δισύλλαβος NOUN 3
δισύλλαβον ACC.SG NEUT δισύλλαβος ADJ 3

Other Forms With Same Analysis

δισύλλαβος NOM.SG MASC δισύλλαβος NOUN 5
Δισυλλάβων NOM.SG MASC δισύλλαβος NOUN 1