δισύλλαβος

Count: 1

GEN.SG MASC δισύλλαβος NOUN of two syllables

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

δισύλλαβος NOM.SG MASC δισύλλαβος NOUN 5
δισύλλαβος NOM.SG MASC δισύλλαβος ADJ 2
δισύλλαβος NOM.SG FEM δισύλλαβος NOUN 2

Other Forms With Same Analysis

δισυλλάβου GEN.SG MASC δισύλλαβος NOUN 1
Δισυλλάβου GEN.SG MASC δισύλλαβος NOUN 1