κασίγνηται

Count: 1

VOC.PL FEM κασιγνήτη NOUN a sister

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

κασίγνηται NOM.PL MASC κασιγνήτη NOUN 8
κασίγνηται NOM.PL FEM κασιγνήτη NOUN 5
κασίγνηται PRES MID 3SG SBJV κασιγνήτη VERB 3
κασίγνηται VOC.PL MASC κασιγνήτη NOUN 2
κασίγνηται PRF MID 3SG IND κασιγνήτη VERB 1