μενεπτόλεμος

Count: 1

NOM.SG MASC μενεπτόλεμος NOUN staunch in battle, steadfast

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

μενεπτόλεμος NOM.SG MASC μενεπτόλεμος ADJ 12
μενεπτόλεμος NOM.PL MASC μενεπτόλεμος NOUN 1
μενεπτόλεμος NOM.SG MASC μενεπτόλεμος ADJ 2

Other Forms With Same Analysis

Μενεπτόλεμος NOM.SG MASC μενεπτόλεμος NOUN 3
μενεπτολέμων NOM.SG MASC μενεπτόλεμος NOUN 1