στρατιωτικὸν

Count: 1

NOM.SG NEUT στρατιωτικός NOUN of or for soldiers

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

στρατιωτικὸν ACC.SG NEUT στρατιωτικός ADJ 82
στρατιωτικὸν NOM.SG NEUT στρατιωτικός ADJ 49
στρατιωτικὸν ACC.SG MASC στρατιωτικός ADJ 34
στρατιωτικὸν ACC.SG NEUT στρατιωτικός NOUN 1

Other Forms With Same Analysis

στρατιωτικόν NOM.SG NEUT στρατιωτικός NOUN 2