οἰκειότησιν

Count: 1

ACC.SG FEM οἰκειότης NOUN kindred, relationship

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

οἰκειότησιν DAT.PL FEM οἰκειότης NOUN 3

Other Forms With Same Analysis

οἰκειότητα ACC.SG FEM οἰκειότης NOUN 314
οἰκειότητά ACC.SG FEM οἰκειότης NOUN 9
οἰκειότητʼ ACC.SG FEM οἰκειότης NOUN 1
οἰκειότητ᾿ ACC.SG FEM οἰκειότης NOUN 1
οἰκηιότητα ACC.SG FEM οἰκειότης NOUN 1
οἰκειό|τητα ACC.SG FEM οἰκειότης NOUN 1
οἰκείοτητα ACC.SG FEM οἰκειότης NOUN 1