ἐμπόρους

Count: 1

NOM.SG MASC ἔμπορος NOUN one who goes on shipboard as a passenger

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

ἐμπόρους ACC.PL MASC ἔμπορος ADJ 47
ἐμπόρους ACC.PL MASC ἔμπορος NOUN 35
ἐμπόρους IMPRF ACT 2SG IND ἔμπορος VERB 2
ἐμπόρους PRES ACT ACC.PL MASC PTCP ἔμπορος VERB 1
ἐμπόρους ACC.PL FEM ἔμπορος ADJ 1

Other Forms With Same Analysis

Ἔμποροϲ NOM.SG MASC ἔμπορος NOUN 3
ἔμπορος NOM.SG MASC ἔμπορος NOUN 2
Ἔμπορος NOM.SG MASC ἔμπορος NOUN 1
Ἔμπορόϲ NOM.SG MASC ἔμπορος NOUN 1
ἔμποροϲ NOM.SG MASC ἔμπορος NOUN 1