αἰνιγματῶδες

Count: 1

NOM.PL MASC αἰνιγματώδης NOUN riddling, dark

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

αἰνιγματῶδες NOM.SG NEUT αἰνιγματώδης ADJ 5
αἰνιγματῶδες ACC.SG NEUT αἰνιγματώδης ADJ 4
αἰνιγματῶδες PRES ACT 2SG IMP αἰνιγματώδης VERB 1