κερατοειδεῖ

Count: 1

DAT.SG NEUT κερατοειδής NOUN like horn

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

κερατοειδεῖ DAT.SG MASC κερατοειδής NOUN 4
κερατοειδεῖ DAT.SG FEM κερατοειδής ADJ 2
κερατοειδεῖ DAT.SG MASC κερατοειδής ADJ 2
κερατοειδεῖ DAT.SG NEUT κερατοειδής ADJ 1