ξυνουσίῃ

Count: 1

DAT.SG FEM συνουσία NOUN a being with, social intercourse, society, conversation, communion

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Forms With Same Analysis

συνουσίᾳ DAT.SG FEM συνουσία NOUN 104
ξυνουσίᾳ DAT.SG FEM συνουσία NOUN 8
ϲυνουϲίᾳ DAT.SG FEM συνουσία NOUN 5
συνουτσίᾳ DAT.SG FEM συνουσία NOUN 1
συνουσία DAT.SG FEM συνουσία NOUN 1
ξυνουϲίᾳ DAT.SG FEM συνουσία NOUN 1
συνουσίῃ DAT.SG FEM συνουσία NOUN 1